λίμουλος

λίμουλος
(Limulus). Γένος χηληκεραιωτών αρθροπόδων της οικογένειας των λιμουλιδών, της τάξης των ξιφοσουριδών, της ομοταξίας των μεροστoμάτων. Πρόκειται για υδρόβιο ζώο, χωρίς κεραίες, που αναπνέει με βράγχια. Το μήκος του μπορεί να φτάσει τα 30 εκ., ενώ τα αρσενικά άτομα είναι μικρότερα από τα θηλυκά. Το σώμα του φέρει λεπτή ουρά, σε σχήμα ξίφους και καλύπτεται από πεταλοειδές όστρακο, το οποίο αποτελείται από δύο μέρη και συνδέεται με την κοιλιά με πολλά πλευρικά αγκάθια. Ζει κυρίως στις αμερικανικές ακτές του Ατλαντικού αλλά και στη θάλασσα των Αντιλλών, στη Μαλαισία και στις Φιλιππίνες. Γνωστότερο είδος είναι ο Limulus polyphemus, ο οποίος τρέφεται με σκουλήκια ή μαλάκια. Είναι κρυμμένος κατά τη διάρκεια της ημέρας στον αμμώδη βυθό, απ’ όπου εξέρχεται μόλις νυχτώσει. Μετακινείται προς τα πλάγια, ακριβώς όπως το καβούρι. Το θηλυκό γεννάει τα αβγά του το καλοκαίρι μέσα στην άμμο και οι μικρές προνύμφες δεν φέρουν βελονωτές ουρές, ενώ τα μικρά, καθώς βυθίζονται στην άμμο, αφήνουν ίχνη που αναγνωρίζονται εύκολα. Οι λ. δεν είναι βρώσιμοι.
* * *
ο
ζωολ. γένος ξιφόσουρων αρθροπόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. limulos < νεολατ. limulus (< λατ. limus «τέλμα» + κατάλ. -ulus)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξιφόσουρα — θαλάσσια αρθρόποδα. Από αυτά, τα μερόστομα πολυάριθμα κατά τον παλαιοζωικό αιώνα. Αντιπροσωπεύονται σήμερα μόνο από πέντε είδη, τα οποία παλιότερα περιλαμβάνονταν στα οστρακόδερμα. Στη σύγχρονη ταξινόμηση, το γένος λίμουλος (limulus) στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”